ποδηγός

ποδηγός
και δωρ. τ. ποδαγός, -όν, ΜΑ
1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ.
β. «ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ χρώμενος», Ευσ.)
αρχ.
ακόλουθος, θεράπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ηγός (< ἀγός< ἄγω), πρβλ. κυν-ηγός, χορ-ηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποδηγός — guiding the foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγοί — ποδηγός guiding the foot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγούς — ποδηγός guiding the foot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγέ — ποδηγός guiding the foot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγῷ — ποδηγός guiding the foot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγόν — ποδηγός guiding the foot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγός — όν, Α (δωρ. και ποιητ. τ.) βλ. ποδηγός …   Dictionary of Greek

  • ποδηγία — ἡ, Α [ποδηγός] το να οδηγεί κανείς κάποιον άλλο, η καθοδήγηση …   Dictionary of Greek

  • ποδηγώ — έω, Α [ποδηγός] 1. ποδηγετώ, δείχνω το δρόμο («ἁρπάσας παῑδα ἕνα... ἐκέλευσε ποδηγεῑν πρὸς τὰς ἀνατολάς», Απολλόδ.) 2. κατευθύνω, καθοδηγώ πνευματικά …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”