- ποδηγός
- και δωρ. τ. ποδαγός, -όν, ΜΑ1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.)2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ.β. «ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ χρώμενος», Ευσ.)αρχ.ακόλουθος, θεράπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ηγός (< ἀγός< ἄγω), πρβλ. κυν-ηγός, χορ-ηγός].
Dictionary of Greek. 2013.